- ῥιπίδα
- ῥῑπίδα , ῥιπίςfan for raising the firefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ριπίδα — η / ῥιπίς, ίδος, ΝΜΑ το ριπίδιο, η βεντάλια μσν. λειτουργικό ριπίδιο, εξαπτέρυγο αρχ. 1. φυσητήρι για την αναρρίπηση τής φλόγας, για το δυνάμωμα τής φωτιάς («ἐρεθιζόμενος οὐρία ῥιπίδι», Αριστοφ.) 2. ῥιπίρ* 3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ σκέλους τὸ… … Dictionary of Greek
ριπίρ — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥιπίς, τὸ πλέγμα, ἤ ἐκ σχοίνου πέτασος. Ἀττικοὶ δὲ ῥιπίδα, ᾧ τὸ πῡρ καίουσι καὶ τραπέζας οὕτω λέγουσι» 2. πιθ. είδος παιχνιδιού με κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο δυσερμήνευτος τ. ῥιπίρ, που παραδίδει ο Ησύχ., με την πρώτη σημ.… … Dictionary of Greek
ριπιδογοργία — Οκτωκοράλλια ακτινόζωα, που ζουν στις θερμές θάλασσες. Σχηματίζουν αποικίες, που έχουν το σχήμα βεντάλιας. Γνωστότερο είδος είναι ρ. η ριπίδα, που ζει στη θάλασσα των Αντιλών … Dictionary of Greek